λιχνιστής

λιχνιστής
ο
ο γεωργός που λιχνίζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιχνιστής — ο [λιχνίζω] αυτός που ασχολείται με το λίχνισμα, ο εργάτης τού λιχνίσματος …   Dictionary of Greek

  • ανεμιστής — ο 1. αυτός που ανεμίζει το σιτάρι, ο λιχνιστής 2. όποιος εξανεμίζει την περιουσία του, ο σπάταλος 3. στρογγυλή τρύπα σε πόρτα ή παράθυρο με ακτινωτό δίσκο που περιστρέφεται από τον άνεμο για εξαερισμό …   Dictionary of Greek

  • λικμήτωρ — λικμήτωρ, ορος, ὁ (ΑM) [λικμώ] 1. λικμητής, λιχνιστής 2. μτφ. εξολοθρευτής («λικμήτωρ ἀσεβῶν βασιλεὐς σοφός», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • λικμητήρας — ο, θηλ. λικμήτειρα (Α λικμητήρ, ῆρος) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής («πνοιῇ ὕπο λιγηρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. το θηλ. η λικμήτερα λιχνιστική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • λικμητής — ο (Α λικμητής) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής …   Dictionary of Greek

  • λικμών — λικμών, ῶνος, ὁ (Α) [λικμώ] λικμητής, λιχνιστής …   Dictionary of Greek

  • λιχνιστικός — ή, ό [λιχνιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα ή ο κατάλληλος για το λίχνισμα («λιχνιστική μηχανή») …   Dictionary of Greek

  • πρωτολιχνιστής — ο, Ν ο επικεφαλής τών λιχνιστών, τών εργαζομένων που αποχωρίζουν με τη χρήση ειδικής μηχανής το άχυρο από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λιχνιστής (< λιχνίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”